//
you're reading...
ΔΙΑΦΟΡΑ, Η ΕΒΙΤΑ ΠΟΥ ΝΙΚΗΣΕ ΤΑ ΑΠΟΘΑΡΡΥΝΙΑ

Η Ενθαρρύνα Λότη, ο Πανταμπορής Μάνος, η Μεγάλη Μπορούσα Ίρις και ο γραφιάς Κωστής

Digital StillCamera

Digital StillCamera

Η Ενθαρρύνα Λότη, ο Πανταμπορής Μάνος, η Μεγάλη Μπορούσα Ίρις και ο γραφιάς Κωστής

Ένα φανταστικό χρονικό για την πραγματική παρουσίαση του βιβλίου «Η Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια» στο Βιβλιοπωλείο ΠΑΤΑΚΗ στις 3 Μαρτίου 2016

Η μέρα έδειχνε να είναι καλή. Σχεδόν ανοιξιάτικη.
Ο γραφιάς Κωστής ξύπνησε με αρκετά καλή διάθεση. Με τη σκέψη στην παρουσίαση του βιβλίου του, ένα μικρό παραλληλόγραμμο άγχος ξετσούμισε πίσω από την κούπα του καφέ.
Είχε τη μορφή ενός φύλλου από μικρό ημερολόγιο τοίχου.
Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016, Τσικνοπέμπτη.
Ανατολή: 6:51, Δύση: 18:23
Η παρουσίαση του βιβλίου ήταν για τις 7 το απόγευμα.
«Άρα, στις 18:23 θα πρέπει να είμαι εκεί… Την ώρα που θα φεύγει ο ήλιος» σκέφτηκε ο γραφιάς.
Δεν μπορούσε να ξέρει ότι αρκετά μακριά από εκεί όπου καθόταν και έπινε τον καφέ του, κάτι λαμπερό με μύτες, σαν κορώνα, ήταν έτοιμο και βρισκόταν στα χέρια ενός κοριτσιού. Και κάτι άλλο, επίσης λαμπερό, φτιαγμένο από ένα κομμάτι χαρτόνι, με γυαλιστερό μεταλλικό πράσινο χρώμα και σχέδια (μια κόκκινη καρδούλα, ένα μοβ λουλούδι και μια εικόνα παιδιού που διαβάζει ένα βιβλίο) ήταν κι αυτό έτοιμο. Κι αυτό έμοιαζε με παράσημο.
Ο γραφιάς θα πήγαινε για κούρεμα το μεσημέρι. Η γυναίκα του το είχε κανονίσει από την προηγούμενη μέρα μ’ ένα αδιαπραγμάτευτο «Θέλεις κούρεμα». Αν ήταν ποτέ δυνατόν να αντιταχθεί ο γραφιάς στην ατσάλινη θέληση της γυναίκας του. Άλλωστε ήταν ο ίδιος που είχε γράψει ότι «οι γιορτές είναι της γυναίκας». Και μια παρουσίαση βιβλίου ―ακόμα και του δικού του― ήταν μια γιορτή.

Οι ώρες κυλούσαν αμείλικτα. Το έχει αυτό το συνήθειο ο χρόνος. Κυλάει χωρίς να λογαριάζει τις δικές μας επιθυμίες, αγωνίες, ανασφάλειες, λαχτάρες ή φόβους. Απλώς, περνάει.
Ώρα 6:35 στο βιβλιοπωλείο όπου θα γινόταν η παρουσίαση.
Μικρά σιχαμένα Αποθαρρύνια είχαν αρχίσει να συνωστίζονται στον γιακά τού φρεσκοκουρεμένου γραφιά και να τσιρίζουν:
«Μόνος σου θα είσαι! Εσείς κι εσείς θα είσαστε!» έλεγε το ένα με στριγκιά φωνή.
«Το πολύ πολύ να έρθουν και πεντ’ έξι συγγενείς και φίλοι» μούγκριζε το άλλο.
«Τσικνοπέμπτη σήμερα και σιγά που θα αφήσουν τα κοψίδια και τις παρέες τους για να έρθουν να ακούσουν αυτά που θα πούνε δυο σπουδαίοι συγγραφείς για τη μπούρδα το βιβλίο σου!» χούγιαζε ένα τρίτο.
«Λάθος μέρα διάλεξες, λάθος ώρα, λάθος όλα!» έκρωζε ένα τέταρτο Αποθαρρύνι.
«Σκάστε!» ψιθύρισε χωρίς μεγάλη σιγουριά ο γραφιάς. Δεν μπορούσε να φωνάξει δυνατά γιατί περνούσε κόσμος και θα τον περνούσαν για τρελό ακούγοντάς τον να λέει «Σκάστε» στον γιακά του.
Και πάνω σ’ αυτό το όχι και τόσο δυναμικό «Σκάστε», άρχισαν να έρχονται οι πρώτες και οι πρώτοι. Φίλοι, συγγενείς, γραφιάδες και γραφιάδισσες, συνάδελφοι από τη δουλειά, απ’ το στρατό. Άνθρωποι που είχε χρόνια να τους δει ο γραφιάς.
Χαιρετούρες, φιλιά, ευχές.
Τα Αποθαρρύνια γλύστρησαν από τον γιακά και λούφαξαν μέσα στην αριστερή τσέπη του σακακιού του γραφιά. Εκείνος πήγε να χώσει το χέρι του και να τα πετάξει στον δρόμο αλλά δυο ψυχωμένα Αποθαρρύνια του δάγκωσαν το δάχτυλο. «Ωχ!» είπε ο γραφιάς και μια φίλη τον ρώτησε αν πονάει κάπου. «Όχι…» είπε με μισή φωνή ο γραφιάς κι αποφάσισε να αφήσει ήσυχα τα Αποθαρρύνια. «Ας μείνουν εκεί…» σκέφτηκε. «Αρκεί να μη μιλάνε».

Ήρθε η ώρα τής παρουσίασης του βιβλίου «Η Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια».
Πρώτη μίλησε η Ενθαρρύνα Λότη.
Ο γραφιάς Κωστής την άκουγε και ένιωθε παράξενα. Μόλις πριν από 6 χρόνια είχαν γνωριστεί.
Εκ του φυσικού δηλαδή, γιατί τα βιβλία της ήταν παλιοί κι αγαπημένοι γνώριμοί του.
«Πότε πρόλαβαν να έρθουν τόσο κοντά σκέψεις, λόγια και γραφτά;» αναρωτήθηκε ο γραφιάς με κάτι ενθαρρυντικό να του γλυκαίνει τον πόνο από το δάγκωμα των Αποθαρρυνιών. Σαν να άκουγε το τραγούδι των Γλυκόλογων.

Πριν προλάβει να απαντήσει στην μάλλον ρητορική ερώτηση που ο ίδιος είχε θέσει στον εαυτό του, άρχισε να μιλάει ο Πανταμπορής Μάνος.
«Κοίτα να δεις…» σκέφτηκε ο γραφιάς Κωστής ακούγοντας τα λόγια του Πανταμπορή Μάνου. «Έχει δίκιο που λέει ότι είναι και Πανταψάχνης και έχω δίκιο κι εγώ που του λέω ότι είναι και Πανταβρίσκης, αυτός ο Μάνος».
Και θυμήθηκε τις όμορφες ώρες που είχε περάσει διαβάζοντας ―ξανά και ξανά, όπως λένε και τα Καντοξανά― πολλά βιβλία του Μάνου.

Και μέσα από τις ομιλίες, πληθαίνανε τα Ενθαρρύνια μέσα στην αίθουσα του βιβλιοπωλείου. Ήταν οι άνθρωποι, αγαπητοί κι αγαπημένοι, ήταν γύρω γύρω βιβλία, πολλά βιβλία. Ήταν και μια σιωπή γεμάτη λόγια και σκέψεις και βλέμματα που ζεσταίνανε την καρδιά και το μυαλό του γραφιά Κωστή. Μέσα από το σούσουρο που κάνανε τα Ενθαρρύνια, χωρίς να τα ακούει κανένας, ο γραφιάς έχωσε ασυναίσθητα το χέρι στην τσέπη όπου είχαν χωθεί τα Αποθαρρύνια. Αλλά ευτυχώς δεν το δάγκωσε κανένα Αποθαρρύνι.
«Δεν είναι και τόσο πολύ τελείως και εξ ολοκλήρου κακά και μοχθηρά τα Αποθαρρύνια» είπε μέσα του, με παιδική σχεδόν ασυνταξία, ο γραφιάς. «Μερικές φορές μπορούν να με ζοχαδιάσουν και να με πεισμώσουν τόσο πολύ, που γίνομαι εγώ ο ίδιος το Ενθαρρύνι του εαυτού μου!»

Τότε, όπως περίπου και μέσα στο βιβλίο που μόλις είχαν παρουσιάσει η Ενθαρρύνα Λότη κι ο Πανταμπορής Μάνος, εμφανίστηκε μπροστά στον γραφιά η Μεγάλη Μπορούσα Ίρις. Η εγγονή της Ενθαρρύνας Λότης!  Την βοηθούσε κι ο Αχ-Τικαλά Δικαίος που όλη την ώρα ήταν εκεί και συντόνιζε την εκδήλωση.

Και, περίεργο πράγμα! Λες και την περίμενε τη Μεγάλη Μπορούσα Ίριδα ο γραφιάς. Λες και το περίμενε εκείνο το λαμπερό στέμμα της Ενθαρρυνοχώρας που του προσφέρθηκε μαζί με το παράσημο των Καντοξανά!
Ήταν μεγάλη η συγκίνηση και η χαρά του γραφιά Κωστή.
Ψαχούλεψε την τσέπη του σακακιού του αλλά τα Αποθαρρύνια είχαν φύγει. «Πότε έφυγαν; Πού πήγαν;» αναρωτήθηκε ο γραφιάς αλλά δεν τον ένοιαζε και τόσο.
Το μόνο που ήξερε, φορώντας το στέμμα της Ενθαρρυνοχώρας και το παράσημο των Καντοξανά, ήταν η χαρά που ένιωθε και το δέσιμό του με τους δικούς του ανθρώπους και με τις φίλες και τους φίλους που ήταν εκεί.
Και φώναξε δυνατά ― από μέσα του, να μην τον ακούσει κανένας:
«Σε ευχαριστώ, Μεγάλη Μπορούσα Ίρις! Σε ευχαριστώωωωωω!»

Digital StillCamera

Digital StillCamera

Digital StillCamera

Digital StillCamera

Στην αίθουσα είχαν σηκωθεί όλες και όλοι και ετοιμαζόντουσαν να φύγουν.
Ο γραφιάς Κωστής τούς χαιρετούσε, χαμογελούσε ηλιθίως και απαντούσε με αστεία σε κάποιες φιλοφρονήσεις, ευχές για να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο και άλλα Γλυκόλογα.
«Μερικές φορές μπορεί να σε αποβλακώσει τελείως ένα στέμμα κι ένα παράσημο. Καλό είναι να μην παίρνουμε και πάρα πολύ στα σοβαρά ούτε τον εαυτό μας ούτε τα βραβεία αλλά να κάνουμε όσο πιο καλά μπορούμε αυτό που θέλουμε και μπορούμε να κάνουμε» άκουσε τον Ακουναμαθένη να του λέει αυστηρά και η μούρη του γραφιά σοβάρεψε. Ο Ακουναμαθένης, χωρίς να χάνει την αυστηρότητά του, συνέχισε ψιθυριστά: «Καλά είναι και τα στέμματα και τα παράσημα και οι γιορτές, αλλά και μια αίσθηση μέτρου και αυτοσυγκράτησης είναι ακόμα καλύτερη για έναν γραφιά».
Κάτι τα λόγια του Ακουναμαθένη, κάτι ο πόνος στο δάχτυλο από το δάγκωμα των Αποθαρρυνιών, κάτι μερικές άλλες σκέψεις ―παλιότερες αλλά και πιο καινούριες― έκαναν τον γραφιά Κωστή να σοβαρευτεί.
Και τότε, ζητώντας και μια μικρή βοήθεια από τον Ακουναμαθένη, άρχισε να ετοιμάζει μέσα στην κεφάλα του μια ευχαριστήρια επιστολή προς τη Μεγάλη Μπορούσα Ίριδα και προς όλες και όλους που είχαν μπει στον κόπο να είναι κοντά του εκείνο το απόγευμα.
Αλλά δεν θα ξεχνούσε όσες και όσους δεν είχαν μπορέσει να έρθουν. Γιατί και ο ίδιος, αρκετές φορές είχε εμποδιστεί να κάνει αυτό που πραγματικά θα ήθελε να κάνει…

Κωστής Α. Μακρής

06 Μαρτίου 2016

PiozName&EVITA cov 200X135mm 72pi BLOG KAM 18MAY17 LR

Τα βιβλία μου «Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες»
και «Η Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια»
κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία από τις Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
Κωστής Α. Μακρής

Συζήτηση

2 σκέψεις σχετικά με το “Η Ενθαρρύνα Λότη, ο Πανταμπορής Μάνος, η Μεγάλη Μπορούσα Ίρις και ο γραφιάς Κωστής

  1. ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΜΕΤΡΟ

    Ήμουν κι εγώ -μαζί- εκεί
    κι απόλαυσα την «στέψη».
    Μα όλη την ώρα στο μυαλό
    τριγύριζε μια σκέψη:

    «Τι είμαι δα;»Καντοξανά»
    ή τάχα «Ενθαρρύνα»;
    (Ασχέτως αν με βάφτισε
    η νονά μου «Κατερίνα»).

    Και ποιά η γνώμη του Γραφιά
    στο λίγο που με ξέρει;
    Άραγε το «πορτραίτο» μου
    μπορεί να καταφέρει;

    Πέρασα ωστόσο Αχ-τικαλά!
    -θέλω Ακουναμαθένω.
    Γλυκόλογα κι Ενθαρρυνιές
    ποτέ μου δεν χορταίνω.

    Αφιερωμένο με πολλή αγάπη στον βασιλιά της βραδιάς
    τις Πανταμπορούσες και -σχεδόν-Πανταπαρούσες,γλυκές υπάρξεις που στόλισαν τον χώρο με την παρουσία τους, καθώς και όλους τους ήρωες της ιστορίας του γραφιά, με πρώτα και καλύτερα τ’ Αποθαρρύνια που χάρη σ’ αυτά γράφτηκε το βιβλίο.

    Κ.Π.

    Μου αρέσει!

    Posted by Kate Papas | 6 Μαρτίου, 2016, 19:17

Αφήστε απάντηση στον/στην kostismakris Ακύρωση απάντησης

ΑΡΧΕΙΑ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ